- αδηριτως
- ἀδηρίτως1) без спора, без препятствий
(τέν λείαν περισύρειν Polyb.)
2) бесспорно(ὅ κρείττων ἀ. δύναμις Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τέν λείαν περισύρειν Polyb.)
(ὅ κρείττων ἀ. δύναμις Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀδηρίτως — ἀδηρί̱τως , ἀδήριτος without strife adverbial ἀδηρί̱τως , ἀδήριτος without strife masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)